όμαρξον

όμαρξον
ὅμαρξον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπόμαξον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομόργνυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”